Ο κόσμος ανήκει στους ονειροπόλους
Σε εκείνους που γεννήθηκαν με βλέμμα ουρανού
Με σημάδι θύελλας
Που κορόιδεψαν τις μοίρες
Που ο χρόνος τους βάφτισε με χρώματα ανεξίτηλα
Γιατί δεν τον φοβήθηκαν
Κι έμειναν στο πάντα
Στο παντού
Χωρίς να βάλουν στόχο την αιωνιότητα
Παρά μόνο το δικαίωμα
Μόνο τα λεύτερα πουλιά
Μόνο τον ήλιο για όλους
Μόνο την ίδια τη ζωή
Κι ας ήταν ο θάνατός τους βεβαίωση αθανασίας
Έτσι σταματά ο καιρός
Μέχρι να γεννηθεί η συνέχεια
Μέχρι κάποιος να ανασάνει με την ίδια δύναμη
Να κοιτάξει με την ίδια ματιά
Να ζωγραφίσει το ίδιο χαμόγελο στα χείλη
Και να αγαπήσει τόσο πολύ το αδύνατο!
hana
Μην κρυφακούς που τραγουδώ,
θα ορίσω μόνη τις συντεταγμένες
για να ταξιδεύει η μελωδία
με αερόστατα, με πεταλούδες
σε γυάλινα δοχεία μυστικών.
Να μη σε νοιάζει...
Γιατί μπορώ να αλλάξω όλες τις λέξεις
να μην καταλαβαίνεις τίποτα...
Θα ποτίσω τα σύννεφα που στέλνεις πάνω μου
με θεωρία εναγκαλισμού σκέψεων
και όλες οι έρευνες θα παραμείνουν
σε συρτάρια σκοτεινά
άκαρπες
να δεις!
Μην κρυφακούς σου λέω
γιατί θα αλλάξω γλώσσα
και τότε
θα σου είναι δύσκολο να καταλάβεις
τα παιδικά μου αντιστασιακά τραγουδάκια...
hana
Όταν ήταν μικρή, τη λέγανε Φροσάκι. Τώρα πώς κατάντησε Φροσάρα, ούτε που το κατάλαβε! Η Φροσάρα, που λέτε, κουβαλά νυχθημερόν τα 170 κιλά της και βαρυγκωμεί. Όλο το χειμώνα προσπάθησε να βάλει λίγο φρένο σ’ αυτή την ακατάπαυστη βουλιμία, αλλά…
Είναι βλέπετε, η οικογένεια, τα παιδιά δηλαδή, που τρώνε το καταπέτασμα, κι έτσι η Φροσάρα όλη τη μέρα στην κουζίνα, δοκίμασε το ένα, δοκίμασε το άλλο, σιγά σιγά από τότε που παντρεύτηκε φούσκωσε σα μπαλόνι.
Είχε δοκιμάσει του κόσμου τις δίαιτες αλλά…
Τέλος πάντων, συνήθισε να τη φωνάζουν Φροσάρα. Μεγαλειώδες. Δηλώνει πυγμή. Φάε το φαΐ σου γιατί θα το φάει η Φροσάρα. Κι Φροσάρα γελάει με ένα γέλιο θαρρείς και θρυμματίζεται κρύσταλλο.
Χτες πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Από το διπλανό χωριό, όλο το καλοκαίρι έχουν βάλει πούλμαν για τα μπάνια. Μιάμιση ώρα μακριά η θάλασσα, τίποτα. Πάνε το πρωί και το βραδάκι είναι πάλι πίσω. Χόρτασαν μπάνια τα παιδιά. Η Φροσάρα δεν τόλμησε να μπει στο πούλμαν! Έστελνε τα παιδιά με τη θεια της και τις γειτόνισσες κι αυτή δρόσιζε το κορμί της με το λάστιχο στην αυλή.
Της άρεσε που περνούσε μόνη τα Σαββατοκύριακα. Από χθες όμως την είχε κυριεύσει μια απέραντη νοσταλγία για τη θάλασσα. Αυτό θα ήταν το τελευταίο δρομολόγιο.
Ζύμωσε ένα κιλό κιμά κεφτεδάκια και πρωί- πρωί, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι, έβαλε τηγάνι. Έψαξε για κείνα τα παντόφλια που της έφερε μια φίλη της στα γενέθλιά της. Ήταν ασημένια, με χοντρό, μονοκόμματο τακούνι. Πέρασε το καλοκαίρι και δεν τα φόρεσε ούτε μια φορά. Θα τα φορέσει σήμερα. Κοίταξε τα φουσκωμένα της πόδια μέσα στο αστραφτερό ασημί και … μπα, γιατί να μη τα φορέσει, αυτή δε δικαιούται να φορέσει κάτι μοντέρνο; Θέλουν λίγο περιποίηση ίσως οι φτέρνες. Έτσι που αλωνίζει μέσα έξω ξυπόλητη, αυτές δεν είναι φτέρνες. Σαν να τις έκοψες με το μαχαίρι. Πρέπει κάτι να κάνει.
Έβαλε τα πόδια σε μια λεκάνη με ζεστό νερό να μουλιάσουν μπροστά στην τηλεόραση κι έτσι όπως χαλάρωσε, την πήρε ένας γλυκός ύπνος και έφυγε μακριά από γδαρμένες φτέρνες κι ανήσυχες σκέψεις για την εκδρομή.
Μπήκαν στο πούλμαν. Η Φροσάρα κάθισε σε δυο θέσεις, πράγμα που σήμαινε έναν περιπαιχτικό ψίθυρο και ματιές και σκουντήματα όλο νόημα μεταξύ των συνεπιβατών. Γύρω της ξεφύτρωναν φουσκωμένα σωσίβια, βαρκούλες κι ένα σωρό άλλα θαλάσσια αξεσουάρ. Τα παιδιά έδιναν μάχες σώμα με σώμα για να εξασφαλίσουν την ποθητή θέση δίπλα στο παράθυρο. Σωστό πανηγύρι! Δεν την ενοχλούσαν ποτέ οι παιδικές σκανταλιές. Παιδιά είναι! Αν δεν παίξουν τώρα, πότε θα παίξουν; Πολλές φορές μάλιστα έμπαινε κι αυτή στο παιχνίδι και τότε έπεφτε σύρμα σ’ όλη τη γειτονιά «Η Φροσάρα πηδάει σχοινάκι» και μαζεύονταν όλη η τσακαλαρία για να διασκεδάσει. Δεν τη ένοιαζε που γελούσαν τα παιδιά. Της άρεσε να τα βλέπει.
Δίπλα και κάτω, στα πόδια της, ακούμπησε μερικές σακούλες με τις ετοιμασίες για την εκδρομή. Καθώς ο ήλιος τρύπωνε μέσα από το μισοτραβηγμένο κουρτινάκι, της ζέσταινε το πρόσωπο και το λαιμό. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στις ρυτίδες του ντεκολτέ. Έκλεισε εντελώς την κουρτίνα κι έβγαλε από την τσάντα της μια βεντάλια.
Πώς να περάσει η ώρα;
Ψαχούλεψε τη σακούλα που είχε δίπλα της και πήρε ένα κεφτεδάκι. Έτσι, για τη λιγούρα. Το έβαλε γρήγορα- γρήγορα στο στόμα και το κατάπιε μονομιάς. Μετά από λίγο, δεν τρώω άλλο ένα, σκέφτηκε, κι έτσι η Φροσάρα χωρίς να καταλάβει κανείς, τα θανάτωσε τα κεφτεδάκια. Δεν πειράζει! Λογαριασμό θα τους δώσει; Έτσι κι αλλιώς το είχε κάνει το κουμάντο της. Αβγά βραστά, τυροπιτάκια, λουκάνικα, ζαμπονάκια, πατατοσαλάτα, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα και αβγολέμονο. Έχουν να φάνε τα παιδιά.
Της άρεσε η διαδρομή. Μετά τις στροφές βγήκανε στον Διεθνές. Έτσι τον έλεγε η Φροσάρα. «Να καλέ, ο Διεθνές» Κι οι φίλες της έτσι τον ήξεραν. Πέρα, μακριά φάνηκε η θάλασσα. Είχε πολύ καιρό να ταξιδέψει. Προτιμούσε να μένει μόνη στο σπίτι προφασιζόμενη διάφορες δουλειές κι ας λαχταρούσαν να δουν τα ματάκια της. Σήμερα, όμως…
Ο οδηγός πάρκαρε το λεωφορείο κάτω από τα παχύσκιωτα πλατάνια, πίσω από αμέτρητα λεωφορεία άλλης προέλευσης, έδεσε με δύναμη το χειρόφρενο και με ύφος πυγμαλίωνα σηκώθηκε από τη θέση του για να κάνει τις καθιερωμένες ανακοινώσεις για το που θα φάνε, που θα κάνουν μπάνιο για καλύτερα, να μην ξεχάσουν το χαρακτηριστικό που έχει το δικό τους πούλμαν – μια κίτρινη γραμμή κάτω από τα παράθυρα.
Ξεχύθηκαν στην παραλία με αλαλαγμούς και επιφωνήματα. Εδώ, εδώ, κοντά στην ακροθαλασσιά. Όχι καλέ. Εδώ είναι καλύτερα. Ελάτε εδώ, στο δεντράκι. Να ‘χουμε και σκιά το μεσημέρι να ρίξουμε κι έναν υπνάκο.
Κι ακολούθησε και η Φροσάρα την παρέα. Το είχε ήδη μετανιώσει. Τι δουλειά είχε αυτή εδώ; Γιατί δεν καθόταν σπιτάκι της;
Άνοιξε το τσαντί της. Να και η ομπρέλα. «Βαθιά, βάλτην βαθιά να μη σηκωθεί κανένας αέρας και την ψάχνουμε!» Η Φροσάρα κοιτούσε τον κόσμο που βουτούσε στο δροσερό νερό και δίσταζε.
«Έλα.» την παρακίνησε μια φίλη της. Προχώρησε με δυσκολία πάνω στην καυτή άμμο. Φορούσε μια κελεμπία γιατί μαγιό δεν υπήρχε στο νούμερό της. Κάθισε στην ακροθαλασσιά κι έβρεξε τα πόδια της χαζεύοντας τους συχωριανούς της που πλατσούριζαν χαρούμενοι. Μόνο στα ρηχά. Γονάτιζαν, βουτούσαν λίγο στο νερό κι έπειτα στέκονταν όρθιοι με τα χέρια στη μέση σα να περίμεναν τον Αϊ Γιάννη τον Πρόδρομο να τους ξαναβαφτίσει. Μια μυρωδιά της ήρθε από τσίπουρο. Δίπλα της καθόταν ένας χαμογελαστός μουστακαλής παππούς. Ποιος ξέρει πόσα ποτηράκια έτσουξε από το πρωί!
Σηκώθηκε και περπατώντας μέσα στο νερό, πλησίασε μια παρέα που ήταν ιδιαίτερα εύθυμη, να πει κι αυτή καμιά κουβέντα. Έμεινε πολλή ώρα όρθια, με το κυματάκι να της γλείφει τις γάμπες. Όπως έκανε όμως το μακροβούτι του ένας πιτσιρικάς, μην υπολογίζοντας σωστά έπεσε πάνω της. Η Φροσάρα έχασε την ισορροπία της και έπεσε στη θάλασσα. Ένας μεγάλος πίδακας νερού πετάχτηκε με το εκτόπισμά της κι η Φροσάρα βρέθηκε με το κεφάλι μέσα και τα πόδια έξω από το νερό.
«Βοηθήστε καλέ, τη γυναίκα, δεν μπορεί να σηκωθεί».
Τέτοιο ρεζίλεμα δεν το περίμενε. Τρεις άντρες τη σηκώσανε και τη βγάλανε μισολιπόθυμη στην ακτή. Ε, αυτό πήγαινε πολύ. Να κοντέψει να πνιγεί στα ρηχά! Έριχνε πλάγιες ματιές γύρω της. Οι περισσότεροι γελούσαν απολαμβάνοντας τη θέα της χοντρής ξαπλωμένης στην αμμουδιά. «Πότε το ξέβρασε αυτό το κήτος η θάλασσα;» Το πικρό χιούμορ της εφηβείας!
Μετά το συμβάν η Φροσάρα έχασε τελείως το κέφι της. Δεν ήθελε να συγχωρέσει τον εαυτό της. Σε λίγο όμως εξάντλησε με τη σκέψη της όλες τις υπερασπιστικές θεωρίες για τους χοντρούς, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο του πεύκου της και γύρισε τα οπίσθιά της στον κόσμο που τόσο γέλασε μαζί της. Σκεπάστηκε με μια μεγάλη πετσέτα και πόσο γλυκά ήρθε ο ύπνος μαζί με τις φωνές των παιδιών, το ρυθμικό παφλασμό του κύματος και το αρμυρό αεράκι του Σεπτέμβρη!
Λίγο πιο πέρα, ένα πιτσιρίκι εντυπωσιασμένο από τη λαμέ παντόφλα της Φροσάρας έσκαψε μ’ αυτήν λακκούβες στην άμμο κι έπειτα ως εκκολαπτόμενος νεκροθάφτης, έθαψε την παντόφλα βαθιά, πολύ βαθιά, να μην τη βρει η Φροσάρα ποτέ ξανά.
Το λεωφορείο κορνάριζε ώρα πολλή περιμένοντάς την κι όλοι μαζί από τα παράθυρα αγωνιούσαν βλέποντάς την να ψάχνει στην παραλία για την παντόφλα.
«Μήπως θέλεις να βάλεις τα βατραχοπέδιλά μου;» τη ρώτησε πονηρά ο μεγάλος της γιος που διασκέδαζε το πάθημα της μάνας του.
Την παντόφλα δεν τη βρήκε.
Με ύφος σοβαρό πήρε τη μία μοναδική που της είχε μείνει και την πέταξε στον κάδο με τα σκουπίδια.
Ανέβηκε ξυπόλητη στο λεωφορείο ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στη θάλασσα.
«Φύγε», είπε στον οδηγό και κάθισε στις δυο μπροστινές θέσεις της.
Δε θέλω να ξέρω τα λόγια...
μου αρκεί αυτό το άκουσμα
σαν το χάδι από νυχτερινό αεράκι ανάμεσα στα φυλλώματα...
Γνώριμο μου ακούγεται αλλά είναι σαν καινούργιο!!!
Μακάρι να φέρει ένα ήρεμο ξημέρωμα απ' άκρη σ' άκρη αυτού του πλανήτη!
hana
Όταν γεννήθηκες
μια Μοίρα σου ψιθύρισε
να με περιμένεις
Κι εσύ μωρό ακόμη
χωρίς να γνωρίζεις τι είναι ο κόσμος
τι είναι οι άνθρωποι
κι αγάπη τι θα πει
ένα δρόμο πήρες για να συναντηθούμε
Από τα μισά κι εγώ
στην αρχή χάζευα με τα χρώματα
κι άργησα να σε φθάσω
Μα όταν μου άνοιξες αγκαλιά
ήξερα πως εδώ θα μείνω
χωρίς να νοιάζομαι για τις εποχές
τις ώρες και το αντίτιμο της ζωής
Δεν έμαθα ποτέ το όνομα της Μοίρας
που όρισε αυτή την αγάπη
μα μια φορά το χρόνο γιορτάζει κι εκείνη...
hana
Θα ρθει καιρός
που τα μάτια ενός παιδιού
θα μπορούν να σκοτώσουν το άδικο
Θα ρθει καιρός
που τα παιδικά βλέμματα
θα είναι πιο ισχυρά από τις τιμωρίες των δικαστών
και τότε φυλάξου
εσύ που στη χούφτα σου κρύβεις το ψωμί τους
Θα ρθει καιρός
που η δύναμη θα μετριέται με την καθαρότητα της ματιάς
είμαι σίγουρη.
hana
Τρέμει το φύλλο στον άνεμο
κι όπως η τελευταία αχτίνα της μέρας
ακουμπά τα στάχυα
έρχεται πάντα η ίδια ανάμνηση
Το παιδί που τρέχει στην αγάπη
Λαχανιασμένο
ανυπόμονο
με αγγελικά φτερά στους κρυφούς πόθους
χορεύοντας στον ουρανό με τα αερόστατα
και των παραμυθιών τις νεράιδες
Ανείπωτες οι λέξεις οι επίσημες
μπροστά στου ποταμού την ορμητική ροή...
Πως να αντισταθείς στον έρωτα
όταν όλα γίνονται κόκκινα;
Σ ένα τρελό χορό η μνήμη
τη μέρα που το άγγιγμα σου
ήταν σαν της πεταλούδας
Πάνω από τη φλόγα στο απόμερο το μανουάλι
ο ύμνος στις μέρες που έρχονται μαζί με το "μας"
Μια καινούργια λέξη
που τη δέχθηκα
για να μεθύσω μέχρι τέλους.
hana
Τέσσερα χρόνια τώρα, η Φανή δε θέλει να έρχεται το Πάσχα. Ακούει τα παιδιά στο σχολείο που αδημονούν κι όλο κρύβεται. Βλέπεις εδώ δεν είναι όπως στο χωριό της. Γιατί η Φανή ήρθε από την Αλβανία. Γιατί το στίγμα γέμισε και φούσκωσε την ψυχή της, για να ξεχειλίζει τις νύχτες σε πνιχτά κλάματα κάτω από τις κουβέρτες. Δεν το θέλει το Πάσχα η Φανή. Αυτή αλλιώς το ήξερε το Πάσχα στο χωριό της. Μα δεν το μαρτυράει το μυστικό της. Έχει ένα τετράδιο μόνο, και κει μέσα λύνει τη σιωπή της. Το Πάσχα στο χωριό που μένει τώρα με την οικογένειά της, έρχονται οι πρωτευουσιάνοι.
Τα Χριστούγεννα δεν έρχονται. Κάνει πολύ κρύο, είναι και τα πλούσια “ρεβεγιόν”- δεν πολυκαταλαβαίνει τη σημασία της λέξης, αλλά δε θέλει να ρωτήσει, έτσι, από εγωισμό. Τέλος πάντων οι πρωτευουσιάνοι έρχονται μόνο το Πάσχα. Αλλιώς πώς, το χωριό της αρέσει. Είναι ήσυχο κι οι περισσότεροι χωριανοί τους καλομιλούν.
Ο πατέρας κι η μάνα της δουλεύουν στα χωράφια. Κι όχι μόνο, ό,τι θες κάνουν. Ευτυχώς! Μένουν σ΄ ένα σπίτι που το είχαν κάποιοι για αποθήκη (για να λέμε την αλήθεια σταύλος ήταν). Στην αρχή δεν είχαν ηλεκτρικό. Έπειτα τους έβαλε μια μπαλαντέζα ο κυρ Απόστολος και πήρανε ρεύμα απ' το μαγειριό. Η μάνα της Φανής είναι νοικοκυρούλα. Πώς ήταν η αποθήκη (στάβλος) και πως μεταμορφώθηκε (σπίτι)!
Το σπίτι της Φανής είναι στην αυλή του κυρ Αποστόλη. Καλός άνθρωπος. Από τους πρώτους νοικοκυραίους. Όταν είχαν έρθει από την Αλβανία τους περιμάζεψε, έδωσε δουλειά στον πατέρα της Φανής κι έντυσε όλη την οικογένειά της.
Ο κυρ Αποστόλης έχει τρεις αδερφές και δυο αδερφούς. Όλοι αυτοί είναι παντρεμένοι και ζουν στην Αθήνα. Κι έρχονται στο χωριό... μόνο το Πάσχα. Κάποτε είχε ακούσει τον κυρ Αποστόλη που έλεγε: “τα γαϊδούρια” κι εννοούσε τα αδέρφια του, “που έρχονται μόνο για τουρισμό”. Αυτό δεν το είπε μπροστά τους. Μπροστά τους, γέλια και χαρές.
Οι πρωτευουσιάνοι έρχονται τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι. Γεμίζει η αυλή αστραφτερά αυτοκίνητα. Βγάζουν βαλίτσες, βγάζουν παιδιά, βγάζουν σακούλες με κουτιά ζαχαροπλαστείων, “είναι από του Φλόκα, αριστούργημα, μα ναι, νηστίσιμο,φάτε. Όχι αυτό, είναι αρτημένο. Υπομονή, μια μέρα έμεινε...να, πάρε κι εσύ κυρά τέτοια..”
Η "κυρά τέτοια" ήταν η μάνα της Φανής. Οι πρωτευουσιάνοι είναι ντυμένοι ωραία. Οι πρωτευουσιάνοι πάνε στον επιτάφιο τη Μ. Παρασκευή κι η Φανή παρακαλάει να υπήρχε μια άλλη εκκλησία, χωρίς πρωτευουσιάνους, γιατί μιλάνε συνέχεια στην εκκλησία και δεν μπορεί η Φανή να ευχαριστηθεί τους ψαλμούς. Η Φανή δε θέλει να βλέπει τα ωραία ρούχα των πρωτευουσιάνων γιατί τα δικά της πριν της αρέσανε ενώ τώρα που τα συγκρίνει, όχι. Καταλαβαίνει πως φοράει αποφόρια, δεν ντρέπεται, δεν πρέπει να ντρέπεται κι όμως κρύβεται πίσω πίσω.
Το Μ. Σάββατο, οι πρωτευουσιάνοι γκρινιάζουν όλη τη μέρα επειδή νηστεύουν. Κι όμως, όλο μασουλάνε. Η αυλή γεμίζει παιχνίδια που όταν τα ακουμπάς βγάζουν φωνές και τηλέφωνα...γιατί οι πρωτευουσιάνοι μιλάνε συνέχεια στο τηλέφωνο. Ο καημένος ο κυρ Αποστόλης! Είχε πελαγώσει με τόσο κόσμο. Μόνος του να σουβλίσει το αρνί, μόνος να φτιάξει το κοκορέτσι, δηλαδή βοηθούσε κι ο πατέρας της Φανής. Τότε ήταν που τον άκουσε να λέει τ' αδέρφια του “γαϊδούρια”.
Το βράδυ της Ανάστασης στο σπίτι γίνεται πανζουρλισμός. Όλοι φωνάζουν όλους. Όλοι διαμαρτύρονται πως κάτι δεν βρίσκουν. Οι άντρες φωνάζουν στις γυναίκες πως αργούν να ετοιμαστούν. Τα παιδιά ψάχνουν τις λαμπάδες τους. Ποιες λαμπάδες! Αυτές δεν είναι λαμπάδες! Είναι παιχνίδια που έχουν κολλημένη τη λαμπάδα. Και τα παιδιά μαλώνουν μεταξύ τους ποιος έχει την ωραιότερη.
Έχει κι η Φανή λαμπάδα. Είναι ωραία. Έχει μια κούκλα με ξανθά μαλλιά και χρυσό φόρεμα. Την αγόρασε η νονά της Φανής, η κυρά Φρόσω, η γυναίκα του κυρ Αποστόλη. Η κυρά Φρόσω είναι περήφανη γιατί βάφτισε όλη την οικογένεια της Φανής.
Όταν ο παπάς πει το Χριστός Ανέστη, οι πρωτευουσιάνοι παίρνουν τις λαμπάδες τους και φεύγουν. Θέλουν να προλάβουν το πρόγραμμα στην τηλεόραση και να φάνε τη μαγειρίτσα που ετοίμασε η κυρά Φρόσω.
Η Φανή κάθεται με την οικογένειά της μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Χρόνια ολόκληρα, τους απαγόρευαν τον εκκλησιασμό στην Αλβανία, τώρα θα σηκωθούν και θα φύγουν, να μείνει ο παπάς μόνος του;
Την Κυριακή του Πάσχα, οι πρωτευουσιάνοι ξυπνούν αργά.”Τους έπεσε βαριά η μαγειρίτσα” είπε ο κυρ Αποστόλης. Ανοίγουν τα ραδιόφωνα από τα αυτοκίνητά τους και βάζουν δημοτικά. Χορεύουν και τσιμπάνε κοκορέτσι μέχρι να ψηθεί το αρνί.
Πέρσι ο κυρ Αποστόλης αγόρασε ηλεκτρική σούβλα γιατί “δε θα ξεχεριάζομαι εγώ κι αυτοί ν' αγναντεύουν τη φωτιά”, είπε. Οι πρωτευουσιάνοι, ακόμη και το Πάσχα μιλάνε συνέχεια στο τηλέφωνο. Μια κυρία πέρσι, αγανάχτησε με τον άντρα της που μιλούσε συνέχεια στο κινητό κι αφού καυγάδισε μαζί του, άρπαξε το τηλέφωνο και το πέταξε στα κάρβουνα.
Η Φανή είχε ξεκαρδιστεί...
Αργά το απόγευμα της Κυριακής οι πρωτευουσιάνοι φεύγουν. Τότε η Φανή ξαλαφρώνει. Είναι πάλι δικά της, η αυλή, η ησυχία, το χωριό.
Πλησιάζει το Πάσχα. Η Φανή κοιτάζει τη μάνα της και τα χέρια της που άγρια από τις δουλειές τη γρατζουνάνε όταν τη χαϊδεύουν. Πόσο τ' αγαπάει αυτά τα χέρια που δεν τους ταιριάζουν φανταχτερά βερνίκια νυχιών και ακριβά δαχτυλίδια.
Πόσο τ' αγαπάει!
18, Φεβρουαρίου 2013, από το προσωπικό μου ημερολόγιο...
Με περίμενε στη είσοδο της πολυκατοικίας. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου μόλις μπήκα αν και ήταν κι άλλοι εκεί. Με κοίταξε με ένα βλέμμα σα να μου έλεγε… τι να κάνω; Δε γινόταν να μην έρθω…
-Σε περίμενα, του είπα και κάλεσα το ασανσέρ. Μόνο που αν ήξερα πως θα έρθεις σήμερα, μπορεί και να αργούσα λίγο ακόμη να επιστρέψω. Το ξέρω πως δε φταις εσύ, αλλά ΕΣΥ ΘΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ.
Με κοιτούσε αμίλητος. Μάλλον δε θα περίμενε τέτοια υποδοχή. Κι άλλες φορές είχε έρθει. Δεν ήταν η πρώτη μας συνάντηση, αλλά σήμερα, ήθελα να ξεσπάσω πάνω του.
Μπήκαμε στο διαμέρισμα.
- Να μείνεις εδώ, στο χωλ. Έχω να τακτοποιήσω τα πράγματα που πήρα από το σούπερ μάρκετ. Ακούς, από το σούπερ μάρκετ. Ξέρεις ΠΟΣΕΣ ΜΕΡΕΣ έχω να πάω στο σούπερ μάρκετ; Αν ανοίξω το ψυγείο θα καταλάβεις.
Άνοιξα το ψυγείο και θριαμβολογώντας σχεδόν περιέγραψα: Τυρί, Becel τρομάρα μου μην ανεβάσω χοληστερήνη και τα τινάξω πριν την ώρα μου, γάλα που λήγει χθές (αλλά το έχω τσεκαρισμένο δεν πεθαίνεις την επόμενη… γι αυτό θέλαν να μας τα σερβίρουν με νόμο) Λίγα μανταρίνια που τα αγόρασε η μάνα μου που ακόμη με φροντίζει 200 Νοεμβρίων γαϊδούρα και τα γλυκά του κουταλιού… μήπως θέλεις να σου βάλω ένα; Κακό χρόνο να έχεις;
-Μα, γιατί μου μιλάς έτσι; Ψέλλισε…
-Και πως θέλεις να σου μιλάω; Ξέρεις γιατί πήγα σήμερα στο σούπερ μάρκετ; Γιατί πρέπει να ετοιμάσω δέμα για το παιδί. Αλλιώς, σιγά και μην πατούσα… και ξέρεις τι αγόρασα; Καρφούρ. Γάλα καρφούρ. Ποια; εγώ. Που φώναζα για τις πολυεθνικές και να στηρίζουμε τα ντόπια. Τι να κάνω; Λιγότερο από ένα Εβραίο κάνει το γάλα.
-Τι λες μωρέ Εβραίο;
-Εβραίο λέω το Ευρώ σου. (φτου, φτου) Θεέ μου σχώρα με. Δε θέλω να την ξαναπώ αυτή τη λέξη.
-Πας καλά; Τι έπαθες; Τι τα βάζεις μαζί μου;
-Με ποιον να τα βάλω; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ; Μήπως τολμάει άλλος δικός σου να μου χτυπήσει την πόρτα; Εσένα στέλνουν να βγάλεις το φίδι από την τρύπα. Περίμενε να ανεβάσω τα στόρια. Σε λίγο θα νυχτώσει και θα έρθει το πνεύμα του Παπαγιαννόπουλου.
-Είσαι τρελή; Ποιο πνεύμα;
-Του Παπαγιαννόπουλου του Διονύση. Το κάλεσα να μου κάνει παρέα. Επειδή όταν νυχτώνει και πηγαίνω από το ένα δωμάτιο στο άλλο και ξεχνάω το φως ανοιχτό, τον παρακάλεσα να μου φωνάζει να το κλείνω.
-Και σου φωνάζει;
-Αμέ! Λέει, ΟΥΡΑΝΙΑ ΤΟ ΦΩΣ!
-Μα, δε σε λένε Ουρανία.
-Αυτό μόνο μπορεί να πει το πνεύμα και δε με χαλάει καθόλου. Μια χαρά τον καταλαβαίνω…
Μπήκα βγήκα, πέρασα από μπροστά του κάμποσες φορές. Τον κοίταξα, άγρια, περιφρονητικά, στο τέλος το πήρα απόφαση. Μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει, ψιθύρισα. Και άνοιξα το φάκελο με το λογαριασμό της ΔΕΗ. hana
Ποτέ δε φαντάστηκα
εκείνο το βράδυ με τη θύελλα
πως ο χρόνος
θα είναι σύμμαχος της αγάπης μας.
Νόμιζα πως οι ξέμπαρκοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν
πέρα από κάποιες φευγαλέες νυχτερινές αισθήσεις.
Κι όπως πλημμύριζε η θάλασσα την ακτή
ήρθε και κυρίευσε κάθε μικρή κουκκίδα της καρδιάς μου
μαζί με όστρακα
και φύκια μπλεγμένα στην κρυμμένη ημισέληνο.
Δεν ήξερα αγάπη μου
πως οι μέρες οι καλύτερες
θα ήταν μέσα στον κυκλώνα.
Την ώρα που ο κόσμος αναζητά
μια πυξίδα.
Κι αυτό το ταξίδι πλάι σου
πότε με καιρό
πότε με γαλήνη
είναι το καλύτερο δώρο
που δε σκέφτηκες να μου κάνεις.
Γιατί τα αληθινά δώρα είναι
οι στιγμές, οι ώρες, τα χρόνια
πλάι σου...
ακόμη και αν είναι στον καιρό της χολέρας... hana
Τη μνήμη σου επιστράτευσες
κι απ' τη βαθιά ρωγμή
τα κρυστάλλινα νερά
δρόσισαν κάθε ιδέα.
Κι ας ήταν ακόμη χειμώνας
κι ο δρόμος μακρινός...
Συνοδοιπόροι
στο παγωμένο δάσος!
Φωτεινές στήλες
φαναράκια
δίπλα στα νερά του καταρράκτη
κι ένα όνειρο που σ έφερε
στην αιωρούμενη γέφυρα.
Να περάσεις, ή όχι...
Ο ίλιγγος κι ο ιδρώτας της απόφασης
τρεμόπαιζαν στο βήμα το πρώτο.
Μετά ακολούθησαν κι άλλοι.
Έτσι κάπως καταρρίπτονται τα ατομικά σου όρια
Έτσι κάπως προσπερνάς τις υφέρπουσες αμφιβολίες.
Κοιτώντας απέναντι.
Ποτέ κάτω... hana
Δεν είναι η απορία αναπόσπαστη απ' ό,τι ζητώ
τα απογεύματα πίνοντας μαζί σου ζεστή σοκολάτα
Ξέρω πλέον να ξεδιαλύνω τα σχήματα του καφέ στην κούπα σου
Κι ο καπνός του τσιγάρου σου
όπως σχηματίζει μικρές οπτασίες
για να σβήνει τις ενοχές
αυτής της αδυναμίας
δεν μ ενοχλεί πια.
Είναι σαν μια μεγάλη γιορτή που σ έχω
με λούνα παρκ κι όλα τα παιχνίδια του
τα εδάφια και τα εναέρια...
Πρώτα απ' όλα η σκοποβολή
με μικρά αόρατα βέλη στην καρδιά σου...
Μα, όχι, όχι! Δε σε θέλω λαβωμένο!
Δεν πετώ βέλη πια.
Μόνο στέλνω μηνύματα με βλέμματα
κάθε που αιωρούμαι
πάνω από την ανέγγιχτη ομορφιά των γήινων σωμάτων
και τόσο απορεί ο κόσμος
που αρκεί, νομίζω για να είναι αυτή η γιορτή μας η πιο μεγάλη... hana
Να μ' αγαπάς
όπως εκείνο το αναπάντεχο ξημέρωμα
με όλο το φως το ματιών σου
να ζεσταίνει το πιο βαθύ σου μυστικό
Να μ' αγαπάς
σ όλο το μήκος και το πλάτος
των υποθέσεων
του μήπως και του εάν
Κι έπειτα να μ' αγαπάς
χωρίς αμφιβολία
Να μ' αγαπάς
κι ας είναι όλα γύρω μας
νεκρά
Να μ' αγαπάς
παραμένοντας Δον Κιχώτης
σ έναν κόσμο που φυλλορροεί
Να μ' αγαπάς
γιατί μονάχα μαζί σου
μπορώ να φθάσω στην άκρη της ζωής μου
μέχρι εκεί που οι επιθυμίες
ακούγονται σα διαταγές
παιχνιδίσματος
να μ' αγαπάς
Δεν έμαθες τα βήματα, έλεγες και γελούσαμε
Πάμε πάλι αγάπη μου
Τώρα τα έχω μάθει
Τόσα βράδια στο σαλόνι
η νύχτα το κατάλαβε πως δε χρειαζόμαστε πολλά φώτα
Χαμήλωσε τις απαιτήσεις της
και ύψωσε στο μαύρο θόλο
μια τελευταία παράκληση
έτσι που το μακρινό αστέρι
βυθίστηκε ψιθυρίζοντας προσευχές
Πού τελειώνει ο κόσμος; σε ρωτούσα
Που κατοικεί ο Θεός;
Πως ορίζεται το σύμπαν;
Γελούσες πάντα
με αυτή την αφέλεια των ερωτήσεων
που πάσχιζαν να ερμηνεύσουν
ποσοτικά αυτό που δεν ορίζεται
Σήκω, έλεγες κι έβαζες μουσική
Και μετά τι άλλο να πούμε;
Τι άλλο πέρα από αυτή την ακολουθία βημάτων
που έμαθα κοντά σου;
hana
Μια κορυφή έμεινε να ανέβω μαζί σου
όπως το όνειρο έμεινε μετέωρο
πάνω σε ένα αντίο που δεν έχει ειπωθεί ακόμη
περιμένοντας την Άνοιξη
που κανείς δεν προσμένει πια
στην απέλπιδα μετάλλαξη από άνθρωπο σε σύννεφο
Κι αν ο χειμώνας διαρκεί αγάπη μου
ακόμη κι αν χέρια παγωμένα απλώνουμε
λουλούδια προσφέρεις στο μέλλον μας
Τι να ξεχάσεις και τι να χορέψεις
Όλα είναι εδώ
Ακόμη τραγουδώ
Ακόμη σου γελάω
Ακόμη σε κοιτάζω πίσω από κουρτίνες ανεμίζοντας στον πρωινό άνεμο
Κι αυτή η γενναιότητα
που συγχωρεί κάθε τριγμό
κάθε παραβίαση του ασύλου του έρωτα
που και πότε
δεν έχουμε ανάγκη να ορίσουμε
καθώς οι μέρες γνέφουν σε τετράδια μισογεμάτα
Τι να γεμίσει ο πόθος ο άσβεστος
Τι να μιλήσουν οι λέξεις
Κάθε φορά που αντικρίζω την σκια σου στο δρόμο
ξέρω πως τίποτα δεν τελείωσε
Το κρασί μας είναι παλιό κι ακριβό
κι όποιος μεθύσει
διαχέεται στο διάστημα του γέλιου μιας αγάπης χωρίς σύνορα και πατρίδα
Χόρεψέ με πάλι
Χόρεψέ με αυτό το βαλς
κι ας γυρίσει ο κόσμος ανάποδα στην τελευταία μας στροφή!
hana
Μπαίνει στο μυαλό
και αποζητά τον πλήρη έλεγχο!
Θέλει να καθορίζει
την πορεία κάθε ιδέας.
Εμποδίζει τα όνειρα.
Δένει με μαντίλι τα μάτια
να απλωθεί το σκοτάδι
βαθιά μέχρι την ψυχή
Κλείνει το στόμα να μην ειπωθούν
τα λόγια της επιθυμίας.
Όμως...
υπάρχει κάτι που το νικά.
Η τρέλα!
Σε μια σχεδία καμωμένη
από όνειρα
με το πανί που μας δένουν τα μάτια
κι ένα τρελό χορό
καθώς κλυδωνίζονται
οι επιθυμίες πάνω στα κύματα...
Την τρέλα να την κρύψουμε βαθιά στην ψυχή
και θα ....
νικήσουμε!
hana